3.7. Παρακολούθηση των μαθητών υψηλού κινδύνου
Οι μαθητές μπορεί να βιώνουν δύσκολες περιόδους στην κοινωνική και/ή οικογενειακή τους ζωή ή αρνητικές σχολικές εμπειρίες εξαιτίας των οποίων παρεκκλίνουν από την πορεία τους. Η έγκαιρη ανίχνευση των μαθησιακών δυσκολιών, της κοινωνικο-συναισθηματικής δυσφορίας ή της απομάκρυνσης από το σχολείο είναι ύψιστης σημασίας, προτού εκδηλωθούν με απουσίες από το σχολείο ή ανάρμοστη συμπεριφορά. Τα σχολεία πρέπει να θεσπίσουν ένα σύστημα έγκαιρης προειδοποίησης και παρακολούθησης σε συνεργασία με την οικογένεια. Ο αποτελεσματικός εντοπισμός και η παρακολούθηση δεν θα πρέπει να εκλαμβάνονται ως γραφειοκρατική και πειθαρχική διαδικασία που απλώς καταγράφει και αντιμετωπίζει περιστατικά απουσιών ή ανάρμοστης συμπεριφοράς, αλλά μάλλον ως ένα σύστημα υποστήριξης (προειδοποίησης). Οι μαθητές πρέπει να γνωρίζουν ότι είναι σημαντικοί και ότι το σχολείο μεριμνά για αυτούς.
Παρότι η παρακολούθηση της σχολικής παρουσίας και της μαθησιακής προόδου εξακολουθεί να είναι θεμελιώδους σημασίας, απαιτείται επίσης η υιοθέτηση ευρύτερης προσέγγισης του κάθε μαθητή και της ιδιαίτερης κατάστασής του. Ο έγκαιρος εντοπισμός θα πρέπει να βασίζεται σε μια σφαιρική θεώρηση του ατόμου, η οποία περιλαμβάνει επίσης κοινωνικούς, οικογενειακούς και συναισθηματικούς παράγοντες. Επιπλέον, θα πρέπει να δίδεται έμφαση στον αντίκτυπο που έχουν τα κρίσιμα γεγονότα της ζωής ενός νεαρού ατόμου (συμπεριλαμβανομένων τραυματικών εμπειριών) στην προσωπική του ανάπτυξη.
Παρακολούθηση σημαίνει τήρηση διαρκούς διαδικασίας καταγραφής διαφόρων παραμέτρων, όπως της κοινωνικο-συναισθηματικής ευημερίας των μαθητών, της αίσθησης του ανήκειν στο σχολείο, των διαδικασιών μάθησης, των επιπέδων επιδόσεών τους, των παρουσιών των μαθητών, της συμπεριφοράς τους και κάθε άλλης σχετικής πληροφορίας. Αυτές οι γνωστικές και συναισθηματικές διαδικασίες, παρότι είναι δυσκολότερη η παρακολούθησή τους, μπορούν να παρέχουν ακόμη πιο έγκαιρες ενδείξεις για τυχόν μείωση της συμμετοχής στο σχολείο, προτού αυτή εκδηλωθεί με τη μορφή απουσιών και ανάρμοστης συμπεριφοράς. Βεβαίως, δεν είναι απαραίτητο να καταγράφονται επίσημα όλα αυτά τα στοιχεία, αλλά μπορούν να αποδειχθούν χρήσιμα για τον εντοπισμό αλλαγών που υποδεικνύουν την ύπαρξη παραγόντων οι οποίοι ενδέχεται να παρεμποδίζουν την ανάπτυξη και τις σχολικές επιδόσεις του μαθητή. Οι εκπαιδευτικοί και το βοηθητικό προσωπικό μπορούν να αντιληφθούν καλύτερα τις λιγότερο προφανείς ενδείξεις κοινωνικο-συναισθηματικού κινδύνου, όταν έχουν αναπτύξει σχέσεις εμπιστοσύνης και φροντίδας με κάθε επιμέρους μαθητή και συνεργάζονται στενά με την οικογένειά του.
Μπορούν να χρησιμοποιηθούν διάφορες μέθοδοι και διαδικασίες, αλλά είναι απαραίτητο ο προσδιορισμός των μαθητών υψηλού κινδύνου να συνοδεύεται από ταχείες και στοχευμένες παρεμβάσεις. Υπάρχουν τα εξής τρία επίπεδα παρέμβασης:
- καθολική υποστήριξη – για όλους τους μαθητές,
- στοχευμένη υποστήριξη – για ομάδες μαθητών μέτριων επιπέδων κινδύνου ή ανάγκης,
- εξατομικευμένη υποστήριξη – εντατικές παρεμβάσεις σε περιπτώσεις χρόνιων ή εξαιρετικά υψηλών επιπέδων κινδύνου ή ανάγκης.
Ο εντοπισμός των ενδείξεων κινδύνου θα πρέπει να οδηγεί σε άμεση αντίδραση μέσω ενός ολιστικού και προσανατολισμένου στην κοινότητα πλαισίου υποστήριξης, ώστε οι μαθητές να λαμβάνουν βοήθεια για να υπερβαίνουν τις δυσκολίες και να συνεχίζουν την εκπαιδευτική τους πορεία. Οι επιμέρους παρεμβάσεις θα πρέπει να συνοδεύονται από στενή παρακολούθηση και αξιολόγηση. Οι αξιολογήσεις αυτές θα πρέπει να περιλαμβάνουν αντικειμενικούς δείκτες, όπως στοιχεία απουσιών, καθώς και υποκειμενικούς δείκτες, όπως έρευνες για την ευημερία και την αίσθηση του ανήκειν των μαθητών στο σχολείο.
Για περισσότερες πληροφορίες:
Ευρωπαϊκή Επιτροπή, Early warning systems in Europe: practice, methods and lessons (Συστήματα έγκαιρης προειδοποίησης στην Ευρώπη: πρακτική, μέθοδοι και διδάγματα). Θεματική ομάδα εργασίας για την πρόωρη εγκατάλειψη του σχολείου, Βρυξέλλες, 2013.
Ευρωπαϊκή Επιτροπή/EACEA/Eurydice/Cedefop, Tackling Early Leaving from Education and Training in Europe: Strategies, Policies and Measures (Αντιμετώπιση της πρόωρης εγκατάλειψης της εκπαίδευσης και κατάρτισης στην Ευρώπη: στρατηγικές, πολιτικές και μέτρα), Υπηρεσία Εκδόσεων της Ευρωπαϊκής Ένωσης, Λουξεμβούργο, 2014.
Juhasz, J., Final report on Crocoos – Cross-sectoral cooperation focused solutions for the prevention of early school leaving project background research (Τελική έκθεση σχετικά με την Crocoos – Λύσεις επικεντρωμένες στη διατομεακή συνεργασία για την έρευνα στον τομέα της πρόληψης της πρόωρης εγκατάλειψης του σχολείου), Τμήμα II, Tempus Public Foundation, Βουδαπέστη, 2015, σ. 3- 8.
Nouwen, W., Clycq, N., Braspenningx, M. και Timmerman, C., Cross-case Analyses of School-based Prevention and Intervention Measures (Αναλύσεις πολλαπλών περιπτώσεων για τα μέτρα πρόληψης και παρέμβασης στο σχολείο), Μελέτη έργου αριθ. 6, πρόγραμμα RESL.eu, Κέντρο για τη Μετανάστευση και τις Διαπολιτισμικές Σπουδές, Πανεπιστήμιο της Αμβέρσας, 2016.
Συμπληρωματική βιβλιογραφία:
Baker, D. και Jansen, J., «Using groups to reduce elementary school absenteeism» (Χρήση των ομάδων για τη μείωση των απουσιών στο δημοτικό σχολείο), Social Work in Education, τόμος 22, 2000, σ. 46-53.
Gresham, F.M., Hunter, K.K., Corwin, E.P. και Fischer, A.J., «Screening, Assessment, Treatment, and Outcome Evaluation of Behavioral Difficulties in an RTI Model» (Έλεγχος, εκτίμηση, αντιμετώπιση και αξιολόγηση των αποτελεσμάτων για συμπεριφορικές δυσκολίες σε ένα μοντέλο RTI), Exceptionality: A Special Education Journal, τόμος 21, αριθ. 1, 2013, σ. 19-33.
Lehr, C. A., Sinclair, M. F. και Christenson, S. L., «Addressing student engagement and truancy prevention during the elementary years: A replication study of the Check & Connect model» (Αντιμετώπιση της απομάκρυνσης και των απουσιών των μαθητών από το δημοτικό σχολείο: μελέτη αναπαράστασης του μοντέλου «Check & Connect»), Journal of Education for Students Placed At Risk, τόμος 9, αριθ. 3, 2004, σ. 279–301.
Licht, B. G., Gard, T. και Guardino, C., «Modifying school attendance of special education high school students» (Τροποποίηση της σχολικής φοίτησης των μαθητών ειδικής αγωγής στη δευτεροβάθμια εκπαίδευση), Journal of Educational Research, τόμος 84, 1991, σ. 368-373.
McCluskey, C. P., Bynum, T. S. και Patchin, J. W., «Reducing chronic absenteeism: An assessment of an early truancy initiative» (Μείωση των χρόνιων απουσιών από το σχολείο: αξιολόγηση της πρωτοβουλίας για την αντιμετώπιση της πρόωρης απομάκρυνσης από το σχολείο), Crime & Delinquency, τόμος 50, αριθ. 2, 2004, σ. 214–234.
Reinke, W. M., Splett, J. D., Robeson, E. N., Offutt, C. A., «Combining school and family interventions for the prevention and early intervention of disruptive behavior problems in children: a public health perspective» (Συνδυασμός των παρεμβάσεων από το σχολείο και την οικογένεια για την πρόληψη και την έγκαιρη παρέμβαση σε προβλήματα διαταραχών συμπεριφοράς στα παιδιά: μια προοπτική για τη δημόσια υγεία), Psychology in the Schools, τόμος 46, αριθ. 1, 2009, σ. 33-43.
Sutphen, R.D., Ford, J.P. και Flaherty, C., «Truancy interventions: A review of the research literature’ (Παρεμβάσεις για την πρόληψη των απουσιών: ανασκόπηση της ερευνητικής βιβλιογραφίας), Research on Social Work Practice, τόμος 20, 2010, σ. 161-171.