4. Συμμετοχή των γονέων
Οι γονείς και οι οικογένειες έχουν τον πλέον άμεσο και μακροχρόνιο αντίκτυπο στη μάθηση και την ανάπτυξη του παιδιού. Ως πρώτοι παιδαγωγοί των παιδιών τους, διαδραματίζουν καίριο ρόλο στην εκπαιδευτική τους πορεία. Ένα οικογενειακό περιβάλλον που προσφέρει ερεθίσματα και ενθαρρύνει τη μάθηση, καθώς και η συμμετοχή των γονέων στις ενδοσχολικές δραστηριότητες είναι ζωτικής σημασίας για τη γνωστική, κοινωνική και συναισθηματική ανάπτυξη του παιδιού. Το παιχνίδι και η ανάγνωση με τα παιδιά από πολύ μικρή ηλικία, η παροχή βοήθειας στις εργασίες για το σπίτι ή οι συζητήσεις σχετικά με τη ζωή στο σχολείο, η συμμετοχή σε συγκεντρώσεις γονέων και εκπαιδευτικών, καθώς και σε άλλες σχολικές δραστηριότητες, θα έχουν θετικά και μακροχρόνια αποτελέσματα στα κίνητρα των παιδιών όσον αφορά τη μάθηση, την προσοχή, τη συμπεριφορά και τις ακαδημαϊκές επιδόσεις τους. Οι προσδοκίες των γονέων όσον αφορά την εκπαίδευση των παιδιών τους διαδραματίζουν επίσης καθοριστικό ρόλο στη διαμόρφωση της μάθησής τους. Συνεπώς, η δημιουργία συμπράξεων μεταξύ των οικογενειών και του σχολείου και η εξασφάλιση της συμμετοχής των γονέων, ως εταίρων μάθησης των παιδιών από πολύ μικρή ηλικία, είναι ουσιαστικής σημασίας για τη βελτίωση της ανάπτυξης των παιδιών και των νέων.
Shuttersock.com
Ωστόσο, η σχέση μεταξύ του σχολείου, των γονέων και των οικογενειών ενδέχεται να εγείρει προκλήσεις. Παρά τις υψηλές προσδοκίες και το γεγονός ότι επιθυμούν την καλύτερη δυνατή σχολική εκπαίδευση για τα παιδιά τους, πολλοί γονείς που προέρχονται από μειονεκτούντα περιβάλλοντα, είναι πιθανόν να μην συμμετέχουν σε αυτή, επειδή δεν αισθάνονται εξοικειωμένοι με το ισχύον σχολικό σύστημα, το πνεύμα και τη «γλώσσα» του σχολείου. Ορισμένοι μπορεί να αποθαρρύνονται από τη δική τους εμπειρία αποτυχίας στο σχολείο ή ενδεχομένως να μην αισθάνονται ικανοί να υποστηρίξουν τα παιδιά τους. Οι γονείς από οικογένειες μεταναστών πιστεύουν ενδεχομένως ότι δεν διαθέτουν τις απαραίτητες γλωσσικές δεξιότητες για να επικοινωνήσουν με το σχολείο, να βοηθήσουν τα παιδιά τους και να παρακολουθούν την πρόοδό τους. Μπορεί επίσης να αποθαρρύνονται από μια αίσθηση απόστασης μεταξύ των δικών τους αξιών και του πολιτισμού τους και εκείνων της χώρας υποδοχής, όπως αντιπροσωπεύονται από το σχολείο. Οι μονογονεϊκές οικογένειες, οι πολλές ώρες εργασίας ή οι συνθήκες εργασίας που δεν επιτρέπουν ευελιξία στο ωράριο ενδέχεται επίσης να παρεμποδίζουν τη συμμετοχή των γονέων.
Από την άλλη πλευρά, οι εκπαιδευτικοί μπορεί να θεωρούν ότι οι γονείς υιοθετούν παθητική, καιροσκοπική ή αδιάκριτη στάση, ή ενδέχεται οι ίδιοι να μην διαθέτουν τον χρόνο και την απαιτούμενη πείρα για να επικοινωνήσουν με γονείς που προέρχονται από διαφορετικά περιβάλλοντα, να τους προσεγγίσουν ή να εξασφαλίσουν τη συμμετοχή τους. Είναι πιθανόν να φοβούνται ότι η συμμετοχή των γονέων απαιτεί πολύ χρόνο και θα αποβεί επιζήμια για τα διδακτικά τους καθήκοντα. Σε ορισμένες περιπτώσεις, η εξασφάλιση της συμμετοχής των γονέων και η επικοινωνία μαζί τους μπορεί να μην αναγνωρίζεται δεόντως ως βασικός ρόλος των εκπαιδευτικών και των σχολείων στο πλαίσιο της ενθάρρυνσης της εκπαιδευτικής επιτυχίας. Επιπλέον, οι λόγοι στους οποίους οφείλεται η απόμακρη στάση ή η αδράνεια ορισμένων γονέων δεν γίνονται απολύτως κατανοητοί στους εκπαιδευτικούς, και ο ρόλος των γονέων στο σχολείο εξακολουθεί να είναι ασαφής.
Οι αποτελεσματικές συμπράξεις μεταξύ των οικογενειών και του σχολείου πρέπει να βασίζονται στον αμοιβαίο σεβασμό και στην αναγνώριση των αξιών, των πλεονεκτημάτων και της εμπειρογνωσίας της κάθε πλευράς. Οι γονείς και οι οικογένειες κάθε μορφωτικού επιπέδου και από κάθε υπόβαθρο πρέπει να αισθάνονται ευπρόσδεκτοι/ευπρόσδεκτες στο σχολείο και να θεωρείται ότι συμπεριλαμβάνονται στους πόρους του. Πρέπει να αναγνωρίζονται και να υποστηρίζονται δεόντως ως συμπαιδαγωγοί στο πλαίσιο της μάθησης των παιδιών τους, η οποία ξεκινά ήδη από πολύ μικρή ηλικία.
Από έρευνες προκύπτει ότι η διεπιστημονική προσέγγιση, με τη συμμετοχή των γονέων, των παιδιών, των εκπαιδευτικών και των επαγγελματιών, είναι κομβικής σημασίας για την αντιμετώπιση των προβλημάτων συμπεριφοράς που παρουσιάζουν οι μαθητές στο σχολείο.
Για περισσότερες πληροφορίες:
Claveria, J. V. και Alonso, J. G., «Why Romà do not like mainstream schools: Voices of a people without territory» (Γιατί δεν αρέσουν στους Ρομά τα σχολεία επίσημης εκπαίδευσης: απόψεις ενός ανέστιου λαού), Harvard Educational Review, τόμος 73, αριθ. 4, 2003, σ. 559-590.
Downes, P., «Towards a Differentiated, Holistic and Systemic Approach to Parental Involvement in Europe for Early School Leaving Prevention» (Προς μια διαφοροποιημένη, ολιστική και συστημική προσέγγιση της συμμετοχής των γονέων στην Ευρώπη για την πρόληψη της πρόωρης εγκατάλειψης του σχολείου), Έκθεση που εκπονήθηκε για το έργο PREVENT του προγράμματος URBACT, 2014.
Sheridan, S., Hoo Ryoo, J., Garbacz A, Kunz G., Chumney, F., 2013, «The efficacy of conjoint behavioral consultation on parents and children in the home setting: Results of a randomized controlled trial» (Η αποτελεσματικότητα της κοινής συμπεριφοριστικής διαλεκτικής συμβουλευτικής για τους γονείς και τα παιδιά στο οικιακό περιβάλλον: αποτελέσματα μιας τυχαιοποιημένης ελεγχόμενης μελέτης), Journal of School Psychology, τόμος 51, σ. 717-733.
Προβολή περισσότερων